- χειμάζομαι
- ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α [χεῑμα]παθ.1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαιαρχ.1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος τού χειμώναβ) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα, προκαλώ κακοκαιρία («θεού τοιαῡτα χειμάζοντος», Σοφ.)γ) (για καιρικές συνθήκες) αποδιώχνω κάποιον ή κάτι με τη σφοδρότητά μουδ) μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω («τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν», Σοφ.)2. (αμτβ.) α) διέρχομαι τον χειμώνα σε έναν τόπο, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω («χειμάζω δ' ἐν κοίλοις ἄντροις», Αριστοφ.)β) (ιδίως για στράτευμα) στρατοπεδεύω σε τόπο προφυλαγμένο από την κακοκαιρία τού χειμώνα για να ξεχειμωνιάσω3. (ως τριτοπρόσ.) χειμάζεικάνει βαρυχειμωνιά4. παθ. (για δένδρα) ζω κατά τη διάρκεια τού χειμώνα.
Dictionary of Greek. 2013.